- αλωπεκιδεύς
- ἀλωπεκιδεύς, ο (Α)νεογνό αλεπούς, αλεπούδι, αλεπουδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ιδεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλωπεκιδεῖς — ἀλωπεκιδεύς fox cub masc acc pl ἀλωπεκιδεύς fox cub masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκιδεῦσι — ἀλωπεκιδεύς fox cub masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
αρκτιδεύς — ( έως), ο το νεογνό της αρκούδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γαλιδεύς — γαλιδεύς, ο (Α) γατάκι ή μικρό κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.] … Dictionary of Greek
ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το … Dictionary of Greek